- αικίζω
- αἰκίζω (Α)1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ2. (για θύελλα), καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω3. μέσ. ό,τι και το ενεργ.4. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια ή ταλαιπωρίες, βασανίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰκής, συνηρημ. τ. τού αϊκής*.ΠΑΡ. αἴκισμα, αἰκισμός].
Dictionary of Greek. 2013.